- ὑποζυγιῶν
- ὑπό-ζυγίζωfut part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποζυγίων — ὑποζύγιον beast for the yoke neut gen pl ὑποζυγέω to be a pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek
подъ˫арьмьникъ — ПОДЪ˫АРЬМЬНИК|Ъ (5*), А с. Вьючное животное; рабочий скот: да не въсѣда˫а бѹдеши на конѧ и оселъ без нѹжѧ по х(с)тѹ ѹподобѧсѧ пѣшь шествѹи. аще ли жребѧ ти подъ˫аремникъ бѹди. (ὑποζύγιον) ПНЧ к. XIV, 36г; поне же ключить(с). нѣкимъ немощьномъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακρόπορπο — το η άκρη τού λουριού που έχει πόρπη για το σαμάρωμα των υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πόρπη] … Dictionary of Greek
αλογογιατρός — ο 1. γιατρός αλόγων 2. γιατρός υποζυγίων, κτηνίατρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + γιατρός] … Dictionary of Greek
εξονυχισμός — ο [εξονυχίζω] 1. εξονύχιση 2. κόψιμο τών νυχιών υποζυγίων για να τοποθετηθούν πέταλα … Dictionary of Greek
εξονυχιστήριο — το [εξονυχίζω] όργανο τού πεταλωτή για το κόψιμο τών νυχιών τών υποζυγίων … Dictionary of Greek
επαχθίζομαι — ἐπαχθίζομαι (Α) [επαχθής] φορτώνομαι, φέρω βάρος («ὑποζυγίων τρόπον ἐπηχθισμένους», Φίλ.) … Dictionary of Greek
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
εφοδιοπομπή — η 1. στρ. αποστολή εφοδίων, ιδίως σε καιρό πολέμου 2. φάλαγγα οχημάτων ή υποζυγίων με εφόδια προς το πολεμικό μέτωπο ή με τραυματίες από αυτό («εφοδιοπομπή τραυματιών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο(ν) + πομπή (< πέμπω «στέλνω»). Αρχικά επλάσθη η λ.… … Dictionary of Greek